- ενθενδί
- ἐνθενδί (Α)επίρρ. αττ. επιτατ. τ. τού ενθένδε*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενθένδε + -ί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενθένδε — ἐνθένδε και αττ. επιτατ. τ. ἐνθενδὶ (Α) επίρρ. 1. (για τόπο) από εδώ, από εκεί («στῆτε παρ ἐμέ..., ἐνθένδε θ ὑμεΐς», Αριστοφ.) 2. (με ρήμ. κινήσεως) απ εδώ, δηλ. απ αυτόν τον κόσμο στον Άδη 3. (για χρόνο) απ αυτόν τον χρόνο, μετά απ αυτό 4. από ή … Dictionary of Greek
νυνί — και νυνδί (Α) επίρρ. 1. (σχεδόν αποκλειστικά για το παρόν) αυτή τη στιγμή, τώρα δα 2. (σπάν.) όπως τώρα έχουν τα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῦν + δεικτικό επίθημα ῑ (πρβλ. ουχί). Ο τ. νυνδί έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα ἐνθενδί οἐνθαδί] … Dictionary of Greek